- πνέω
- ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ' ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.)2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ)νεοελλ.1. φρ. α) «πνέει άνεμος ελευθερίας» — η ελευθερία έχει επικρατήσειβ) «πνέω τα λοίσθια» — εκπνέω, βγάζω την τελευταία μου πνοήνεοελλ.-αρχ.φρ. «μένεα πνέω» — είμαι πολύ οργισμένος, διάκειμαι εχθρικά εναντίον κάποιουαρχ.1. (για αυλητή) αυτός που παίζει αυλό2. (παθ. απρόσ.) πνεῑται(για αυλό) ηχεί3. αναδίδω οσμή, μυρίζω, όζω (α. «οὐ μύρου πνέον», Σοφ.β. «λύθρου καὶ αἵματος πνέειν», Κόιντ.γ. «Χαρίτων πνείοντα μέλη», Σιμων.)4. (για πρόσ.) δυσκολεύομαι να αναπνεύσω, πάσχω από άσθμα5. αναπνέω6. ζω («ἀνδρῶν πνεόντων μηδενὸς θανεῑν ὕπος», Σοφ.)7. βγάζω κάτι με την αναπνοή, ξεφυσώ8. σπεύδω9. διάκειμαι ευμενώς, παρέχω εύνοια («ᾧ σὺ μὴ πνεύσῃς ἐνδέξιος», Καλλ.)10. (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ πνέουσαη απαλή αύρα11. (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ πνέωνο άνεμος12. φρ. α) «μένος πνέω» — αναδίδω ανδρεία, γενναιότηταβ) «πῡρ πνέω»i) βγάζω από το στόμα φωτιάii) (για αστέρες) εκπέμπω φως, λάμπωγ) «φλέγων πνέω τινί» — καιγόμενος από κάτι βράζω («σιδηρόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρείᾳ φλέγων ἔπνει», Αισχύλ.)δ) «πνέω ἐπὶ τινι κότον» — μισώ κάποιονε) «Ἄρη πνέω» — έχω άγριες, πολεμικές διαθέσειςστ) «πνέω μόγον» — είμαι πολύ κουρασμένοςζ) «πνέω φόνον»i) παρέχω αποδείξεις για τη διάπραξη ενός φόνουii) (για οίκημα) αναδίδω την οσμή αίματος ενός φόνου που έγινεη) «ώδῑνας πνέω» — βγάζω κραυγές όπως η ετοιμόγεννη γυναίκα («οὔτε γῆς σεισμὸς κεραυνοῡ τ' οἶστρος ὠδῑνας πνέων», Ευρ.)θ) «πνέω χάριν» — εμπνέω αγάπη, συμπάθειαι) «τρέχω πνέων» — τρέχω γρήγορα σαν τον άνεμοια) «μεγάλα πνέω» — περιφανεύομαι, κομπάζωιβ) «πολὺς πνέω παρά τινι» — θεωρούμαι μεγάλος και τρανόςιγ) «μέγας πνέω» — αποβαίνω καταστροφικόςιδ) «πνέω πολύ»i) φυσώ δυνατάii) δημιουργώ δυσκολίεςιε) «κενεὰ πνέω» — σκέπτομαι άσκοπα, ματαιοφρονώιστ) «χαμηλὰ πνέω» — έχω ταπεινό φρόνημα, είμαι μικρόψυχοςιζ) «ὑπὲρ σακέων πνέω»i) ξεφυσώ από πολεμική μανίαii) μάχομαι πρόσωπο με πρόσωπο («βοιωτοὶ πλήξιπποι, ὑπὲρ σακέων πνείοντες», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πνέω (< *πνέ(F)ω) ανάγεται σε εκφραστική ηχομιμητική ΙΕ ρίζα *pneu- «ασθμαίνω, αναπνέω» και συνδέεται με τα: αρχ. νορβ. fnysa «ασθμαίνω, λαχανιάζω» και αγγλοσαξ. fnēosan «πταρνίζομαι». Όλα τα ονοματικά παράγωγα τού ρ. πνέω, πνεῦμα, πνεύσις, πνευστός, εκτός από την πνοή (ετεροιωμένη βαθμίδα), εμφανίζουν την απαθή βαθμίδα τής ρίζας, ενώ η μηδενισμένη βαθμίδα πνυ- εμφανίζεται στις συνθ. προστ. ἄμπνυε, ἄμπνυτο και στον συνθ. παθ. αόρ. ἀμπνύ(ν)θη. Η σύνδεση τού ρ., εξάλλου, με τον τ. παρακμ. πέπνυμαι και το επίθ. πνυτόςἔμφρων, σώφρων (Ησύχιος) προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες (βλ. λ. πέπνυμαι). Για τις σημασιολογικές εξελίξεις τής ρίζας τού πνέω, βλ. λ. πνεύμα.ΠΑΡ. πνεύμα, πνεύσις, πνευστός, πνοή.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναπνέω, αποπνέω, διαπνέω, εισπνέω, εκπνέω, εμπνέω, υποπνέωαρχ.επαναπνέω, επικαταπνέω, επιπνέω, καταπνέω, μεταπνέω, παραπνέω, περιπνέω, προσπνέω].
Dictionary of Greek. 2013.